Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ σφαιριστικός

См. также в других словарях:

  • σφαιριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαιριστικόν — σφαιριστικός of masc acc sg σφαιριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικούς — σφαιριστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικωτάτην — σφαιριστικός of fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικῆς — σφαιριστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικήν — σφαιριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИГРЫ —    • Ludi.     I. Общественные.          a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии.          b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»